- εμπαρρησιάζομαι
- ἐμπαρρησιάζομαι (Α)μιλώ με παρρησία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπαρρησιαζομένου — ἐμπαρρησιάζομαι speak freely against pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαρρησιαζόμενος — ἐμπαρρησιάζομαι speak freely against pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαρρησιασάμενοι — ἐμπαρρησιάζομαι speak freely against aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαρρησιάζεσθαι — ἐμπαρρησιάζομαι speak freely against pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)